ὑβριστικούς

ὑβριστικούς
ὑβριστικός
given to wantonness
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • -ίδιο(ν) — υποκορ. κατάλ. τής Ελληνικής, η οποία στη Νέα Ελληνική εμφανίζεται συνήθως με τη μορφή ίδι* (Ι), χρησιμοποιείται, όμως, συχνά και με την πρωτογενή μορφή της, ιδίως σε τεχνικούς επιστημονικούς όρους (πρβλ. αρθρ ίδιο, κρατ ίδιο, μαχαιρ ίδιο, ξιφ… …   Dictionary of Greek

  • Σκάλδος — Όνομα (που προέρχεται ίσως από το αρχαίο ισλανδικό scel = αφήγηση ή, πιθανότερα, από το skalda = ραβδί, πάνω στο οποίο χαράζονταν με ρουνικά γράμματα κατάρες και εξορκισμοί εναντίον των εχθρών) το οποίο χαρακτήριζε τους ποιητές πολεμιστές (μη… …   Dictionary of Greek

  • Λίτον — (Lytton). Επώνυμο οικογένειας Άγγλων συγγραφέων και πολιτικών. 1. Έντουαρντ Τζορτζ (Edward George, 1803 – 1873). Συγγραφέας και πολιτικός. Σπούδασε σε ιδιωτικές σχολές και στο κολέγιο της Αγίας Τριάδας (Trinity College) στο Καντέρμπουρι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”